Εφαρμογή του

tour στα ελληνικά
tour
λέγεται
τουρ
.
tour
σημαίνει στα ελληνικά
πύργος / στροφή / γύρος / βόλτα / σειρά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tour (Preferred) / mât : πύργος / πύργος στήριξης
- tour : διαδρομή
- tour / excursion : εκδρομή / περιήγηση
- tour : απόσταση ασφαλείας
- tour : στροφή
- tour / colonne : στήλη / πύργος
- tour : τόρνος
- tr / tour : στροφή
- I.T. / inclusive tour : ταξίδι-πακέτο / οργανωμένο ταξίδι
- tpm / T : στροφές ανά λεπτό
Subscribe
0 Comments