Εφαρμογή του

tourner στα ελληνικά
tourner
λέγεται
τουρνέ
.
tourner
σημαίνει στα ελληνικά
στρίβω / γυρίζω / στρέφω / δουλεύω / ξινίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tourner : περιστρέφω
- tourner : στρέφω / τορνεύω
- virer / virage : γυρίζω / στρέφω
- tourner / usiner au tour : τορναρίζω / ξυλοτορνεύω
- turbine / pelle tournante : στρόβιλος / περιστρεφόμενο φτυάρι
- amarrer / tourner(une manoeuvre) : αναδένω / επισκαλμώ
- giravion / aéronef à voilure tournante : στροφόπτερο / στροφειόπτερο αεροσκάφος
- lampara / lamparo : δίχτυ lampara / κυκλωτικό δίχτυ χωρίς στίγγο
- bolinche / senne boursante : γρι-γρι / κυκλικό δίχτυ με κεντρικό σάκκο και σχοινί περασμένο σε χαλκάδες
Subscribe
0 Comments