Εφαρμογή του

toux στα ελληνικά
toux
λέγεται
του
.
toux
σημαίνει στα ελληνικά
βήχας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- toux : βήχας
- byssinose / toux des tisseurs : βυσσίνωσις ή βαμβακίτις πνευμονοκονίωσις οφειλομένη εις εισπνοήν κόνεως βά μβακος ή λίνου
- halètement / ronflement : καύση με διαλείψεις πυραυλοκινητήρα
- toux sèche / toux non productive : ξηρός βήχας
- toux humide : υγρός βήχας
- toux aphone : άηχος βήχας
- grippe équine / influenza équin : γρίπη των ιπποειδών
- toux de Balme : βήχας του Balme
- toux aboyante : υλακώδης βήχας
- toux bromique : βήχας βρωμίου
Subscribe
0 Comments