Εφαρμογή του

tracé στα ελληνικά
tracé
λέγεται
τρασέ
.
tracé
σημαίνει στα ελληνικά
χάραξη / τομή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tracé : χάραξη
- tracé : διαδρομή δικτύου
- tracé / cliché : κατάστρωση
- tracé : Διάγραμμα χάραξη
- tracé : χάραξη των γραμμών / χωροθέτηση γραμμής
- TRACES / système TRACES : TRACES / σύστημα Traces
- trace / marques de pas : πατημασιά
- dépôt / point d'impact : ίχνος σταγονιδίου / σημείο απόθεσης σταγονιδίου
- trace / route-sol : επίγειο ίχνος / ίχνος τροχιάς στο έδαφος
- sillon / sillon horaire : σιδηροδρομική διαδρομή / χρονοδιάδρομος αμαξοστοιχίας
Subscribe
0 Comments