Εφαρμογή του

tracter στα ελληνικά
tracter
λέγεται
τρακτέ
.
tracter
σημαίνει στα ελληνικά
ρυμουλκώ / τραβάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- engin tracté / compacteur remorqué : ρυμουλκούμενος οδοστρωτήρας
- sous-soleuse / défonceuse tractée : άροτρον βαθείας αρόσεως,υπεδάφιον άροτρον
- convoi tracté : ελκόμενες φορτηγίδες / ρυμουλκούμενες φορτηγίδες
- charrue tractée / charrue pour tracteur : άροτρο μηχανικής έλξης / άροτρο ελκούμενο από ελκυστήρα
- véhicule tracté par câble : εναέριος σιδηρόδρομος
- pulvérisateur tracté à grand débit : αυτοκινούμενος ψεκαστήρας
- débroussailleuse rotative tractée : τεμαχιστής / συρόμενος περιστροφικός εκχερσωτής
- traîneau porte-caisses tracté par treuil : έλκηθρο-φορέας κιβωτίων το οποίο έλκεται με μαγγάνι
- charrette porte-caisses tractée par treuil : κάρο μεταφοράς κιβωτίων το οποίο έλκεται με μαγγάνι
- moissonneuse-batteuse tractée à moteur auxiliaire : συρόμενη θεριζοαλωνιστική μηχανή
Subscribe
0 Comments