Εφαρμογή του

traction στα ελληνικά
traction
λέγεται
τραξιόν
.
traction
σημαίνει στα ελληνικά
έλξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- traction / traction propulsive : έλξη
- traction : έλξη
- traction / poussée sur l'arbre : ώση στον άξονα
- traction : δύναμη έλξης
- traction : εφελκυσμός
- halage / traction sur berges : ρυμούλκηση από την όχθη
- moteur / groupe propulseur : μοτέρ / κινητήρια μηχανή
- fil aérien / ligne aérienne : ρευματοδότης τρόλλεϋ
- attelé / hippomobile : ζωοκίνητο / ιπποκίνητο
Subscribe
0 Comments