Εφαρμογή του

traînard στα ελληνικά
traînard
λέγεται
τρενάρ
.
traînard
σημαίνει στα ελληνικά
αργοκίνητος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chariot / traînard : αξονικό εργαλειοφορείο
- chariot / traînard : εργαλειοφορείο σε έδρα
- trainard / corps de chariot : σώμα εργαλειοφορείου
- bois trainard : ξύλο-απομεινάρι από υδάτινη μεταφορά
- chromosome traînard / chromosome retardataire : καθυστερημένο χρωμόσωμα
- traînard de tour parallèle : σοπόρτο παράλληλου τόρνου
Subscribe
0 Comments