Εφαρμογή του

traîneau στα ελληνικά
traîneau
λέγεται
τρενό
.
traîneau
σημαίνει στα ελληνικά
έλκυθρο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- traîneau : όχημα που ολισθαίνει πάνω σε ολισθητήρες
- traîneau : συρόμενο πλαίσιο
- débardage / traînage des grumes : μεταφορά υλοτομημένου ξύλου εκτός δάσους / απομάκρυνση υλοτομημένου ξύλου εκτός δάσους
- motoneige / traîneau à moteur : σκούτερ χιονιού / μηχανή χιονοκίνησης
- traîneau en V : συρόμενος αυλακωτήρ σχήματος V
- double traîneau : διπλό έλκυθρο
- traîneau coupant : κοπτικόν συρόμενον πλαίσιον
- traineau à fusée : έλκυθρο με πύραυλο
- traîneau niveleur : επιπεδωτήρ
- bigue en traîneau : πλαίσιον συναρμολογημένον επί ελκύθρου
Subscribe
0 Comments