Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

trait στα ελληνικά
trait
λέγεται
τρε
.
trait
σημαίνει στα ελληνικά
παύλα / γραμμή / χαρακτηριστικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- trait / caractère : γνώρισμα
- GRETA / Groupe d'experts sur la lutte contre la traite des êtres humains : ομάδα εμπειρογνωμόνων για τη δράση κατά της διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων
- trait / coup de senne : καλάδα / αλίευμα
- trait / opération de pêche : ανέλκυση των δικτύων / αλιευτική δραστηριότητα
- trait : ρυμός / τιμόνι
- calée / trait : ψαριά / καλάδα
- trait : χαρακτηριστικό
- trait : παύλα
- trait / division : γραμμή βαθμονόμησης
- traire : αμέλγω / αρμέγω
Subscribe
0 Comments


