Εφαρμογή του

trancher στα ελληνικά
trancher
λέγεται
τρανσέ
.
trancher
σημαίνει στα ελληνικά
κόβω / βγάζω απόφαση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tranchée : τάφρος
- tranchée : έκχωμα / όρυγμα
- lancette / tranche-fils : μαχαίρι χάραξης
- tranchée : τάφρος / όρυγμα
- plaque / tranche : φέτα / δισκίο
- tranché : κομμένο σε φέτες
- tranche / pastille : εναλλακτική χρήση / πλακίδιο πυριτίου
- tranche / tranche de titrisation : τμήμα τιτλοποίησης
- arête / taillant : ακμή / κόψη
- vacation / tranche de temps : τμήμα χρόνου / χρονικό διάστημα
Subscribe
0 Comments