Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

transgression στα ελληνικά
transgression
λέγεται
τρανσγκρεσιόν
.
transgression
σημαίνει στα ελληνικά
καταπάτηση / αθέτηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- transgression : επίκλυση
- transgression de genre : υπέρβαση φύλου
Subscribe
0 Comments


