Εφαρμογή του

transport στα ελληνικά
transport
λέγεται
τρανσπόρ
.
transport
σημαίνει στα ελληνικά
μεταφορά / συγκοινωνία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- transport : μεταφορά
- transport / extraction : εξόρυξη / μεταφορά
- transport : μεταφορά / μετακομιδή
- transport : μεταφορές / μεταφορείς
- transport : μεταφορά στην πέτρα
- débardage / transport des bois des exploitations forestières : μεταφορά ξύλων έξω από το δάσος
- container / conteneur : Ε/Κ γενικής χρήσης
- INEA / Agence exécutive pour l'innovation et les réseaux : INEA / Εκτελεστικός Οργανισμός Καινοτομίας και Δικτύων
- code IMDG / Code maritime international des marchandises dangereuses : κώδικας IMDG / ναυτιλιακός κώδικας επικινδύνων εμπορευμάτων
Subscribe
0 Comments