Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

treille στα ελληνικά
treille
λέγεται
τρέιγ
.
treille
σημαίνει στα ελληνικά
κληματαριά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- treille : αναρριχώμενη άμπελος
- pergola / treille en tonnelle : πέργκολα / κρεβατίνα
- baguette de treille : βέργα δικτυωτού
Subscribe
0 Comments


