Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

tremper στα ελληνικά
tremper
λέγεται
τρανπέ
.
tremper
σημαίνει στα ελληνικά
βουτάω / μουλιάζω / μουσκεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tremper : διαβρέχω / εμποτίζω
- tremper / immerger : επιχρίω με εμβάπτιση
- tremper : βρέχω τα πόδια
- tremper : σκληραίνω / ψύχω απότομα
- tremper / imprégner : εμβαπτίζω
- brassin / maische : γλεύκος
- trempe : διεργασία βαφής
- trempe : βαφή / σκλήρυνση
- trempage / procédé au trempé : επένδυση με εμβάπτιση
- trempe / reverdissage : διαβροχή
Subscribe
0 Comments


