Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

trempette στα ελληνικά
trempette
λέγεται
τρανπέτ
.
trempette
σημαίνει στα ελληνικά
faire trempette τσαλαβουτώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
