Εφαρμογή του

tresse στα ελληνικά
tresse
λέγεται
τρες
.
tresse
σημαίνει στα ελληνικά
πλεξούδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tresse : τανιόπλεγμα
- natte / tresse : κοτσίδα / πλεξίδα
- tresse / toron tressé : πλεξίδα / πλεγμένο συρματόσχοινο
- tresse : πλεξίδα
- bolduc / tresse sans trame : ταινία χωρίς υφάδι
- tresses : πλεξούδες
- tresser : πλέκω
- tressage / tresse de renforcement : πλεκτό ένθεμα
- tresse plate : επίπεδο ταινιόπλεγμα
Subscribe
0 Comments