Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

tricher στα ελληνικά
tricher
λέγεται
τρισέ
.
tricher
σημαίνει στα ελληνικά
κλέβω / κάνω ζαβολιά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
