Εφαρμογή του

trier στα ελληνικά
trier
λέγεται
τριέ
.
trier
σημαίνει στα ελληνικά
διαλέγω / ξεδιαλέγω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- trier : ταξινομώ
- trie : επιλεκτικός τρύγος
- trie / triage : διαλογή / τρύγημα ωρίμων
- trie / triage : διαλογή των τσαμπιών
- trieuse / machine à trier : μηχάνημα διαλογής
- laine triée / laine de choix : μαλλί διαλεγμένο
- fruits triés : διαλεγμένοι καρποί
- charbon trié / charbon épuré : καθαρός άνθρακας / άνθρακας διαλογής
- machine à trier : μηχανή διαλογής
- enrochements triés / enrochements classées : διαβαθμισμένοι φυσικοί λίθοι
Subscribe
0 Comments