Εφαρμογή του

trottoir στα ελληνικά
trottoir
λέγεται
τροτουάρ
.
trottoir
σημαίνει στα ελληνικά
πεζοδρόμιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- trottoir / sentier pedestre : πεζόδρομος/περίπατος
- trottoir : πεζοδρόμιο
- bordure / bordure de trottoir : κράσπεδο / κατάστρωμα
- tapis roulant / trottoir roulant : κυλιόμενος διάδρομος
- tapis roulant / courroie transporteuse : ιμάντας πλατφόρμας
- trottoir roulant : κυλιόμενος διάδρομος
- piste d'évacuation / trottoir de secours : έξοδος κινδύνου
- console du trottoir : αντηρίδα πεζοδρομίου / πρόβολος πεζοδρομίου
- bordure de trottoir : κράσπεδο
Subscribe
0 Comments