Εφαρμογή του

trouble στα ελληνικά
trouble
λέγεται
τρουμπλ
.
trouble
σημαίνει στα ελληνικά
θολός / θαμπός / σύγχυση / ταραχές
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- trouble : θολός
- louche / trouble : θόλωμα / θολότητα
- trouble : θόλωμα
- autisme / autisme précoce : αυτισμός / βρεφονηπιακός αυτισμός
- trouble / pousseux : απόχη / γαριδολόγος
- trouble : θολός / ομιχλώδης
- ternir / louchir : θολώνω / θαμπώνω
- désordre / trouble physiologique non infectieux : διαταραχή
- trub fin / trouble fin : θόλωμα
- maux / troubles : διαταραχές / ενοχλήματα
Subscribe
0 Comments