Εφαρμογή του

truffer στα ελληνικά
truffer
λέγεται
τρυφέ
.
truffer
σημαίνει στα ελληνικά
γεμίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- truffer : παραγεμίζω με τρούφες
- truffe : τούβερ / τρούφα
- truffe : τρούφα
- rougeotte / truffe d'hiver : τούβερ το χειμέριον
- truffe d'été / truffe de la Saint-Jean : τούβερ το μέλαν
- truffe grise / truffe magnate : ύδνο το φαιό
- truffe noire / truffe violette : τούβερ το μελανόσπορο
- fausse truffe : ψευδόυδνα
- caveur de truffes : συλλέκτης τρούφας
Subscribe
0 Comments