Εφαρμογή του

truite στα ελληνικά
truite
λέγεται
τρυίτ
.
truite
σημαίνει στα ελληνικά
πέστροφα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- truite / MUL : TRO / πέστροφες
- truites / MUL : πέστροφες
- omble / togue : λιμνοπέστροφα της Αμερικής
- fario / truite commune : πέστροφα
- touladi / namaycush : λιμνοπέστροφα της Αμερικής
- truites : πέστροφα
- SHV / septicémie hémorragique virale : ιογενής αιμορραγική σηψαιμία
- cou coupé / truite fardée : κηλιδόστικτος σολομός
- cou coupé / truite fardée : κηλιδόστικτος σολομός
- truite brune / truite de mer : πέστροφα / θαλασσοπέστροφα
Subscribe
0 Comments