Εφαρμογή του

truquer στα ελληνικά
truquer
λέγεται
τρυκέ
.
truquer
σημαίνει στα ελληνικά
νοθεύω / αλλοιώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bilan truqué / bilan surestimé : παραποιημένος ισολογισμός
- match truqué / match arrangé : προσυνεννοημένος αγώνας (Preferred) / στημένο παιχνίδι
- table truquée : τραπέζι για ταχυδακτυλουργίες
- machine à truquer : μηχανή παρουσίασης ψευδών εικόνων(τρυκέζες)
Subscribe
0 Comments