Εφαρμογή του

tuile στα ελληνικά
tuile
λέγεται
τυίλ
.
tuile
σημαίνει στα ελληνικά
κεραμίδι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tuile : κεραμίδι
- tuile : κέραμος 2.πλακίδιον
- patin / tuile : πέδιλον έλξεως
- patin / tuile : πλάκα ερπύστριας / τακούνι ερπύστριας
- tuile / patin à nervure : οδοντωτό τακούνι ερπύστριας
- tuilé : κεραμιδί / κεραμόχρους
- rouler / tuiler : στρίβομαι / κατσαρώνομαι
- tuile aval / registre aval : Πυρίμαχο ρυθμίσεως ροής
- tuiles-fils : συρματοκεραμίδι
- tuile amont / registre amont : Bυθιζόμενο τάμπερ(Mηχ.Διαμαντέ)
Subscribe
0 Comments