Εφαρμογή του

tutelle στα ελληνικά
tutelle
λέγεται
τυτέλ
.
tutelle
σημαίνει στα ελληνικά
κηδεμονία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tutelle : N/A (EL)
- étude de cas / tutelle des cas : κατά περίπτωση βοήθεια ψυχασθενούς / κατά περίπτωση εργασία ψυχασθενούς
- bien tutélaire / bien sous tutelle : αγαθά ιδιαίτερης κοινωνικής σημασίας
- corps de tutelle : εποπτεύων φορέας
- tutelle d'office : διεύθυνση κηδεμονείας
- accord de tutelle : συμφωνία κηδεμονίας
- Conseil de tutelle : Συμβούλιο Kηδεμονίας / ΣΚ
- pouvoir de tutelle : εποπτική εξουσία
- autorité de tutelle : ο θεσμός της επιτροπείας / το λειτούργημα της επιτροπείας
- autorité de tutelle / comité informatique et libertés : υπηρεσία προστασίας δεδομένων
Subscribe
0 Comments