Εφαρμογή του

tuyau στα ελληνικά
tuyau
λέγεται
τυγιό
.
tuyau
σημαίνει στα ελληνικά
λάστιχο / σωλήνας / πληροφορία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tuyau : σωλήνας/σωλήνωση
- tuyau / tuyau de plume : σωληνίσκος / σωληνίσκος φτερού
- tuyau : σωλήνας
- tuyau : αγωγός / σωλήνας
- tuyau / durite : εύκαμπτη σωλήνα / εύκαμπτος αγωγός
- orgue / orgue à tuyaux : εκκλησιαστικό όργανο / εκκλησιαστικό όργανο με ηχητικούς αυλούς
- drain / drain souterrain : υπόγειος αγωγός αποστράγγισης
- coude / tuyau coudé : κεκαμμένος σωλήνας
- hausse / pied support : στήριγμα σωλήνων / υποστάτης γραμμής
- culotte / tuyau bifurqué : εξάρτημα Ταυ για σωλήνα
Subscribe
0 Comments