Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ultraviolet στα ελληνικά
ultraviolet
λέγεται
υλτραβιολέ
.
ultraviolet
σημαίνει στα ελληνικά
υπεριώδης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- UV / ultraviolet : υπεριώδες
- UV / ultraviolet : UV / υπεριώδης -ες
- UV lointain / ultraviolet lointain : μακρινό υπεριώδες / απώτερη υπεριώδης ακτινοβολία
- UV du vide / ultraviolet du vide : υπεριώδες κενού
- UVA / rayons UVA : υπεριώδης ακτινοβολία Α / υπεριώδης ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος
- UVB / rayons UVB : υπεριώδης ακτινοβολία Β / υπεριώδης ακτινοβολία μέσου μήκους κύματος
- UVC / rayons UVC : υπεριώδης ακτινοβολία C / υπεριώδης ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος
- éclairage UV / éclairage ultraviolet : υπεριώδης φωτισμός
- domaine UV / domaine ultraviolet : υπεριώδης ζώνη
- agent anti-UV / stabilisant UV : UV σταθεροποιητής
Subscribe
0 Comments


