Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

un στα ελληνικά
un
λέγεται
εν
.
un
σημαίνει στα ελληνικά
ένας / ένα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- UN / zone d'indécision nominale : Un / ονομαστική ζώνη αβεβαιότητος
 - un / undulatus : UNDULATUS / κυματόμορφα
 - R7 / peut provoquer un incendie : Ρ7 / μπορεί να προκαλέσει πυρκαϊά
 - S3 / conserver dans un endroit frais : Σ3 / σε δροσερό μέρος
 - S9 / conserver le récipient dans un endroit bien ventilé : Σ9 / το δοχείο να διατηρείται σε καλά αεριζόμενο μέρος
 - DG / domaine de gestion : τομέας διαχείρισης
 - F4 / attente d'un signal : κατάσταση F4 / αναμονή σήματος
 - OP / opération périodique d'entretien d'un véhicule : περιοδική συντήρηση οχήματος
 - Gd / gain par rapport au doublet demi-onde : απολαβή αναφερόμενη σε δίπολο μισού μήκους κύματος
 - Mena / mineur non accompagné : ασυνόδευτος ανήλικος / μη συνοδευόμενος ανήλικος αιτών άσυλο
 
  Subscribe 
 0 Comments


