Εφαρμογή του

unité στα ελληνικά
unité
λέγεται
υνιτέ
.
unité
σημαίνει στα ελληνικά
ενότητα / μονάδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- unité : μονάδα
- TAIEX / assistance technique et échange d'informations : TAIEX / τεχνική βοήθεια και ανταλλαγή πληροφοριών
- unité : τμήμα / μονάδα
- unité / groupe : ζεύγος γεννήτριας / στροβιλογεννήτρια
- unité / individu : μονάδα / στοιχείο
- unité : μονάδα / στοιχείο
- NUTS / nomenclature NUTS : Oνοματολογία των στατιστικών εδαφικών μονάδων(NUTS) / NUTS
- ECVET / système européen de transfert d'unités capitalisables pour l'EFP : ECVET / Ευρωπαϊκό σύστημα πιστωτικών μονάδων για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση
- URCED / RCE durable : lCER / μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
- unité / résidu : μονάδα
Subscribe
0 Comments