Εφαρμογή του

urger στα ελληνικά
urger
λέγεται
υρζέ
.
urger
σημαίνει στα ελληνικά
επείγω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- poste urgente / courrier urgent : επείγον ταχυδρομείο
- cas d'urgence spéciale / cas particulièrement urgent : εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση / ειδική περίπτωση επείγουσας ανάγκης
- avis urgent de cyclone : επείγουσα αναγγελία κυκλώνα
- fourniture de liquidités d'urgence (Preferred) / apport urgent de liquidités : επείγουσα στήριξη της ρευστότητας
- projet de loi de caractère urgent / proposition de loi de caractère urgent : κατεπείγον σχέδιο / κατεπείγουσα πρόταση νόμου
- en raison du caractère secret ou urgent : λόγω του απορρήτου ή του επείγοντος χαρακτήρος
- Un traitement spécifique est urgent (voir … sur cette étiquette). / MUL : Χρειάζεται επειγόντως ειδική αγωγή (βλέπε … στην ετικέτα).
Subscribe
0 Comments