Εφαρμογή του

usine στα ελληνικά
usine
λέγεται
υζίν
.
usine
σημαίνει στα ελληνικά
εργοστάσιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- usine / aménagement : εγκατάσταση
- usiné : μηχανικά επεξεργασμένος
- pièce / pièce usinée : προς κατεργασία κομμάτι
- sole / sole d'usine : επικάλυψη φθειρομένης επιφανείας
- ouvrer / usiner : μετασκευάζω / επεξεργάζομαι
- brut / non usiné : ακατέργαστος / μη επεξεργασμένος
- ouvrer / usiner : εργάζομαι / κατασκευάζω
- usiner / travailler à l'aide d'une machine-outil : εργάζομαι με τη βοήθεια ενός μηχανήματος-εργαλείου
- copier / reproduire : αντιγραφή
- râperie / usine de pâte mécanique : συγκρότημα μηχανικής πολτοποίησης
Subscribe
0 Comments