Εφαρμογή του

valide στα ελληνικά
valide
λέγεται
βαλίντ
.
valide
σημαίνει στα ελληνικά
ικανός / εύρωστος / έγκυρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- validé : ενεργοποιημένος
- déduction / inférence valide : συμπέρασμα / τυπικό συμπέρασμα
- terme valide : έγκυρα δεδομένα
- entrée valide : έγκυρη είσοδος
- personnes valides : υγιή άτομα
- information validée : επικυρωμένη πληροφορία
- mécanisme auto-validé : αυτο-επικυρούμενος μηχανισμός
- le traité est valide : η συνθήκη είναι έγκυρη
- bascule validée par un niveau : flip-flop ενεργοποίησης επιπέδου
- approche basée sur des données scientifiquement validées : επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση
Subscribe
0 Comments