Εφαρμογή του

valise στα ελληνικά
valise
λέγεται
βαλίζ
.
valise
σημαίνει στα ελληνικά
βαλίτζα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- valise : βαλίτσα
- coin de valise : γωνία βαλίτσας
- carton pour valise : χαρτόνι κατασκευής βαλιτσών
- valise diplomatique : διπλωματικός σάκος
- valise diplomatique : διπλωματικός σάκκος
- valise diplomatique : διπλωματικό σάκο
- valise d'alimentation : κιβώτιο δοκιμής παροχής ρεύματος
- "valises de logiciels" : σειρές προγραμμάτων
- valise de tests hydrauliques : φορητή συσκευή δοκιμών υδραυλικού συστήματος
- fibre vulcanisée pour valises : ίνα βουλκανισμένη για βαλίτσες
Subscribe
0 Comments