Εφαρμογή του

valoir στα ελληνικά
valoir
λέγεται
βαλουάρ
.
valoir
σημαίνει στα ελληνικά
αξίζω / στοιχίζω / iΙ vaut mieux καλύτερα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- valoir : είμαι σε ίση μοίρα
- Q-value / bilan énergétique d'une réaction : μέγεθος Q πυρηνικής αντιδράσεως
- VALUE / Programme spécifique de diffusion et d'utilisation des résultats de la recherche scientifique et technologique (1989-1992) : VALUE / Ειδικό πρόγραμμα για τη διάδοση και τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας (1989-1992)
- VALUE / VALorisation et Utilisation pour l'Europe : VALUE / πρόγραμμα διάδοσης και χρησιμοποίησης των καρπών της έρευνας
- plus-value / gain en capital : κεφαλαιακό κέρδος / κεφαλαιακή υπεραξία
- plus-value : υπεραξία
- plus-value / appréciation : υπεραξία / αύξηση αξίας
- plus-value / plus-value d'actif : υπεραξία / κεφαλαιακό κέρδος
Subscribe
0 Comments