Εφαρμογή του

vandalisme στα ελληνικά
vandalisme
λέγεται
βαννταλίσμ
.
vandalisme
σημαίνει στα ελληνικά
βανδαλισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vandalisme : βανδαλισμός
- vandalisme : βανδαλισμός / χουλιγκανισμός
- résistant au vandalisme : ανθεκτικό σε βανδαλισμούς
- vandalisme environnemental : περιβαλλοντικός βανδαλισμός
- vandalisme dans les stades : ποδοσφαιρικός βανδαλισμός
Subscribe
0 Comments