Εφαρμογή του

vanille στα ελληνικά
vanille
λέγεται
βανίγ
.
vanille
σημαίνει στα ελληνικά
βανίλια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vanille : βανίλια
- vanille / vanillier : βανίλλη η επιπεδόφυλλος
- vanillisme / eczéma de sensibilisation à la vanille : ελαφρά δηλητηρίαση από βανίλια
- orchis vanillé / nigritelle noire : γυμνοδενία η μελανή
- mélasses aromatisés ou additionnés de colorants y compris le sucre vanillé ou vanilline : μελάσσαι αρωματισμέναι ή τεχνικώς κεχρωσμέναι (περιλαμβανομένης και της δια βανίλλης ή βανιλλίνης αρωματισμένης σακχάρεως)
Subscribe
0 Comments