Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

vanille στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
vanille
λέγεται
βανίγ
.
vanille
σημαίνει στα ελληνικά
βανίλια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • vanille : βανίλια
  • vanille / vanillier : βανίλλη η επιπεδόφυλλος
  • vanillisme / eczéma de sensibilisation à la vanille : ελαφρά δηλητηρίαση από βανίλια
  • orchis vanillé / nigritelle noire : γυμνοδενία η μελανή
  • mélasses aromatisés ou additionnés de colorants y compris le sucre vanillé ou vanilline : μελάσσαι αρωματισμέναι ή τεχνικώς κεχρωσμέναι (περιλαμβανομένης και της δια βανίλλης ή βανιλλίνης αρωματισμένης σακχάρεως)

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments