Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

vantail στα ελληνικά
vantail
λέγεται
βαντάιγ
.
vantail
σημαίνει στα ελληνικά
θυρόφυλλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- battant / ouvrant : πορτόφυλλο / φύλλο πόρτας
- ouvrant / I)battant : παραθυρόφυλλο / πλαίσιο παραθύρου
- vantail fixe / baie à glace fixe : παράθυρο με σταθερό τζάμι
- porte battante / porte va-et-vient : πτερυγωτή πόρτα / αιωρούμενη πόρτα
- châssis géminé / vantail double : δίφυλλο παραθυρόφυλλο / διπλό πλαίσιο παραθύρου
- vantail de porte : φύλλο θυροφράγματος
- vantail de porte : πορτόφυλλο / φύλλο πόρτας
- porte à deux vantaux / porte à deux battants : διπλή πόρτα / δίφυλλη πόρτα
- fenêtre à deux vantaux : δίφυλλο παράθυρο / παράθυρο με δύο φύλλα
- ouverture à un vantail : μονόφυλλη θύρα / μονόφυλλη πόρτα
Subscribe
0 Comments


