Εφαρμογή του

varié στα ελληνικά
varié
λέγεται
βαριέ
.
varié
σημαίνει στα ελληνικά
ποικίλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- V-MCJ / nvMCJ : παραλλαγή της νόσου Creutzfeldt-Jakob
- vMCJ / variante de la maladie de Creutzfeldt-Jakob : παραλλαγή της νόσου Creutzfeldt- Jakob
- variante : παραλλαγή
- variante : παραλλαγή μοντέλου
- régime varié / régime d'écoulement : κατάσταση ροής
- horaire mobile / horaire souple : ελαστικό ωράριο εργασίας / ελαστικό ωράριο
- variante virale / variante du virus : παραλλαγή του ιού
- partie variante : μεταβλητό τμήμα
- variante dérivée : μεταβλητή παράγωγος / μεταβαλλόμενη παράγωγος
- coronille variée / coronille bigarrée : κορωνίλλη η ποικίλη / στεφανίσκος ο ποικίλος
Subscribe
0 Comments