Εφαρμογή του

véhiculer στα ελληνικά
véhiculer
λέγεται
βεικυλέ
.
véhiculer
σημαίνει στα ελληνικά
διακινώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- astronef / spationef : διαστημικό όχημα / διαστημικό σκάφος
- ambulance / véhicule de sauvetage : ασθενοφόρο όχημα
- monospace / véhicule monocorps : πολυμορφικό όχημα / όχημα πολλαπλών χρήσεων
- dumper / tombereau : Ανατρεπόμενο όχημα / όχημα με ανατρεπόμενο κάδο
- véhicules : οχήματα
- véhicule : όχημα
- caravane / autocaravane : ενδιαίτημα αναψυχής / αυτοκινούμενο τροχόσπιτο
- Euro NCAP / programme européen d'évaluation des nouveaux modèles de voitures : Euro-NCAP / ευρωπαϊκό πρόγραμμα αξιολόγησης των νέων μοντέλων αυτοκινήτων
- half track / véhicule semi-chenillé : τροχοφόρο και ερπυστριοφόρο όχημα
Subscribe
0 Comments