Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

veilleuse στα ελληνικά
veilleuse
λέγεται
βεγέζ
.
veilleuse
σημαίνει στα ελληνικά
φωτάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- veilleuse : βεγιέζα / λάμπα νυκτός
- veilleuse : φλόγιστρο
- lampe-veilleuse : λάμπα νυκτός
- lampe veilleuse : λαμπτήρας νυκτός
- mise en veilleuse : μετρίαση φωτισμού
- veilleuse de nuit / infirmière de nuit : νυχτερινή αδελφή
- mise en veilleuse / simulation d'occupation du poste : εξαναγκασμένη εμφάνιση σταθμού ως απασχολημένου
- filtre de veilleuse : φίλτρο σκόνης οδηγού
- veilleuse contrôlée : επιτηρούμενος οδηγός
- veilleuse d'allumage : οδηγός φλόγα
Subscribe
0 Comments


