Εφαρμογή του

véritable στα ελληνικά
véritable
λέγεται
βεριτάμπλ
.
véritable
σημαίνει στα ελληνικά
γνήσιος / πραγματικός / αληθινός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- oranger / oranger véritable : πορτοκαλιά
- poirier / poirier véritable : αχλαδιά / Pyrus communis
- déformation / allongement véritable : λόγος παραμόρφωσης / λογαριθμική παραμόρφωση
- chômage réel / chômage véritable : πραγματική ανεργία
- tumeur vraie / tumeur véritable : αληθής όγκος
- IRA-Véritable : Πραγματικός ΙΡΑ
- CRZ / croissance réelle zéro : μηδενικός πραγματικός ρυθμός αύξησης
- fourrure véritable : πραγματική γούνα
- filigrane véritable : γνήσιο υδατογράφημα
- propriété effective (Preferred) / propriété véritable : πραγματική κυριότητα
Subscribe
0 Comments