Εφαρμογή του

verrou στα ελληνικά
verrou
λέγεται
βερού
.
verrou
σημαίνει στα ελληνικά
σύρτης / κλειδαριά / ασφάλεια / sous Ies verrous στη φυλακή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- picot / verrou : μάνδαλο
- verrou : κλειδαριά
- obex / verrou : όμπεξ
- verrou : σύρτης ασφάλισης
- verrou : μάνδαλο
- chien / rochet : νύχι
- verrou : μηχανισμός κλειδώματος
- VCC / verrou carter-coussinet : μάνδαλος ασφαλείας γαλλικού τύπου
- verrou d'aube : ασφάλιση πτερυγίου στο δίσκο στροφείου κινητήρα
- came à verrou : τρίγωνο
Subscribe
0 Comments