Εφαρμογή του

verrouiller στα ελληνικά
verrouiller
λέγεται
βερουγέ
.
verrouiller
σημαίνει στα ελληνικά
κλειδώνω / βάζω την ασφάλεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gelé / verrouillé : παγωμένο / κλειδωμένο
- bloqué mécaniquement / verrouillé mécaniquement : μηχανικά μανδαλωμένο
- aiguille verrouillée : αλλαγή σιδηροτροχιάς με μανδάλωση
- état actif-verrouillé : ενεργός-κλειδωμένη κατάσταση
- train verrouillé sorti : σκέλος προσγείωσης κάτω και ασφαλισμένο
- verrouiller l'aiguille : ασφαλίζω την αλλαγή
- train verrouillé rentré : σκέλος προσγείωσης επάνω και ασφαλισμένο
- verrouiller en tournant : να ασφαλίσει στρέφοντας
Subscribe
0 Comments