Εφαρμογή του
vieil στα ελληνικά
vieil
λέγεται
βιέιγ
.
vieil
σημαίνει στα ελληνικά
γέρος / παλιός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vieux / renfermé : παλιό / ταγγισμένο
- vieux : παλαιός
- Labridés / labres : καπίνες / χειλούδες
- AVTNS / allocation aux vieux travailleurs non salariés : επίδομα προς υπερήλικες μη μισθωτούς εργαζόμενους
- AVTS / allocation aux vieux travailleurs salariés : επίδομα προς υπερήλικες μισθωτούς εργαζόμενους
- vieilles / fontes brûlées : παλαιά καμένα χυτά
- vieilles / fontes de poterie : απομέταλλα χυτοσιδηρών σκευών
- vieilles / fontes grises de bâtiment : απομέταλλα κατασκευών
- vieilles / fontes mécaniques : απομέταλλα παλαιών μηχανών
- tourdero / labre vert : λαπίνα / χειλού
Subscribe
0 Comments