Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

vieil στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
vieil
λέγεται
βιέιγ
.
vieil
σημαίνει στα ελληνικά
γέρος / παλιός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • vieux / renfermé : παλιό / ταγγισμένο
  • vieux : παλαιός
  • Labridés / labres : καπίνες / χειλούδες
  • AVTNS / allocation aux vieux travailleurs non salariés : επίδομα προς υπερήλικες μη μισθωτούς εργαζόμενους
  • AVTS / allocation aux vieux travailleurs salariés : επίδομα προς υπερήλικες μισθωτούς εργαζόμενους
  • vieilles / fontes brûlées : παλαιά καμένα χυτά
  • vieilles / fontes de poterie : απομέταλλα χυτοσιδηρών σκευών
  • vieilles / fontes grises de bâtiment : απομέταλλα κατασκευών
  • vieilles / fontes mécaniques : απομέταλλα παλαιών μηχανών
  • tourdero / labre vert : λαπίνα / χειλού

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments