Εφαρμογή του

vierge στα ελληνικά
vierge
λέγεται
βιερζ
.
vierge
σημαίνει στα ελληνικά
παρθένος / παρθένα / λευκός / άγραφος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Vierge : Παρθέvoς
- sirop / jus dense : συμπυκνωμένος χυμός
- liège mâle / liège vierge : παρθένος φελλός / αρσενικός φελλός
- sol vierge : νέον έδαφος / άωρον έδαφος
- cire vierge / disque vierge : κερί άγραφο / δίσκος άγραφος
- état vierge / état neutralisé thermiquement : θερμικά εξουδετερωμένη κατάσταση
- laine vierge / laine de tonte : παρθένο μαλλss
- pâte vierge : παρθένος χαρτοπολτός
- laine vierge / laine de tonte : παρθένο μαλλί
- blanc vierge : παρθένο εμβόλιο
Subscribe
0 Comments