Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

vigilance στα ελληνικά
vigilance
λέγεται
βιζιλάνς
.
vigilance
σημαίνει στα ελληνικά
επαγρύπνηση / προσοχή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vigilance : εγρήγορση
- diligence / saine diligence : δέουσα επιμέλεια
- due diligence / audit préalable : δέουσα επιμέλεια / έλεγχος δέουσας επιμέλειας
- surveillance bancaire (Preferred) / contrôle bancaire : έλεγχος τραπεζών / τραπεζική εποπτεία
- réactovigilance : επαγρύπνηση
- vigilance normale / expérience professionnelle ordinaire : κοινή επαγγελματική ικανότητα
- veille automatique / dispositif d'homme mort : συσκευή νεκρού ανθρώπου
- pédale de vigilance : ποδωστήριο επαγρύπνησης / πεντάλ ελέγχου ασφάλειας
- bouton de vigilance / touche de vigilance : κομβίο επαγρύπνησης
- devoir d'attention / devoir de diligence : υποχρέωση για πρόνοια
Subscribe
0 Comments


