Εφαρμογή του

violette στα ελληνικά
violette
λέγεται
βιολέτ
.
violette
σημαίνει στα ελληνικά
βιολέτα / μενεξές
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- violette : με άρωμα βιολέτας
- violets / ascidies : ασκίδια
- makhorka / tabac rustique : καπνός N. Rustica
- violet / MUL : SSG / φούσκα
- violet : μωβ / πορφυρό
- figue rose / banane violette : κόκκινη μπανάνα
- UV du vide / ultraviolet du vide : υπεριώδες κενού
- violet : φούσκα
- violet / violet de sable : βιολετί στίπος
Subscribe
0 Comments