Εφαρμογή του

voile στα ελληνικά
voile
λέγεται
βουάλ
.
voile
σημαίνει στα ελληνικά
πέπλο / βέλο / πανί / ιστιοπλοΐα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- voile / tambour : φλάππα
- poil / voile : τρίχα
- voile : βουάλ
- nappe / voile : φύλλο
- voile : βέλο
- voile : πανί / ιστίο
- voile : δαντέλα βέλου
- voile : πέπλο / αράχνη
- voile / voile de sulfate : θόλωμα από σουλφάτ
- voile / dévitrification au chalumeau : γαλακτόχροα σημάδια
Subscribe
0 Comments