Εφαρμογή του

vol στα ελληνικά
vol
λέγεται
βολ
.
vol
σημαίνει στα ελληνικά
πτήση / πέταμα / κλοπή / κλεψιά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- FIR / région d'information de vol : FIR / περιοχή πληροφοριών πτήσης
- IFR / règles de vol aux instruments : IFR / κανόνες πτήσεως με όργανα
- vol : πτήση
- FTD / entraîneur de vol : FTD / συσκευή πτητικής εκπαίδευσης
- vol : κλοπή
- vol / assiette : δίσκος ΗΑGΕR
- analyse des données de vol / SDV : FDM / παρακολούθηση δεδομένων πτήσης
- TSV / temps de service de vol : FDP / περίοδος πτητικής απασχόλησης
- FFS / simulateur de vol : πλήρης εξομοιωτής πτήσης
- REV / ravitaillement en vol : εναέριος ανεφοδιασμός καυσίμων
Subscribe
0 Comments