Εφαρμογή του

volant στα ελληνικά
volant
λέγεται
βολάν
.
volant
σημαίνει στα ελληνικά
ιπτάμενος / τιμόνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- volant / roue d'air : στρόφαλος / σφόνδυλος
- volant : τιμόνι
- volant : σφόνδυλος
- volant : φτερό μπάντμιντον / φτερό αντιπτέρισης
- volant : δαντελωτό βολάν
- volant / croissant : δρέπανον
- envols / cendres folles : Πτητική τέφρα / ιπτάμενη τέφρα
- idiure / écureuil volant pygmée : ιδίουρος / πτεροσκίουρος ο πυγμαίος
- volée / flèche : κεραία / μπούμα
Subscribe
0 Comments